Ό Άγιος Γέροντας Παίσιος κάποτε είχε μία συνομιλία με μία γυναίκα που είχε μείνει μόνη της πια, καθώς ο Θεός είχε πάρει κοντά του τον άντρα της και την μοναχοκόρη της.
Η γυναίκα δεν έβρισκε ησυχία .Κι αυτό γιατί μόνον όταν κάποιος παύει να αντιμετωπίζει τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση.
Γιατί, πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορεί αληθινά, αν δεν πιστέψει στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια;
-Τον καιρό εκείνον , διηγείται ο Άγιος, που βρισκόμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μια χήρα γυναίκα, που πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες. Τους αναστάτωνε όλους με τις φωνές της.
Χτυπιόταν, χτυπούσε το κεφάλι της στην πλάκα του τάφου! Όλο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν, την έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε.
Αυτό γινόταν για χρόνια.Ο άνδρας της είχε σκοτωθεί από τους Γερμανούς και η κόρη της, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από καρδιά και είχε μείνει μόνη της η φουκαριάρα.
Αν το δη κανείς αυτό εξωτερικά, θα πει:
«Γιατί να το επιτρέψει ο Θεός;». Και αυτή έτσι εξωτερικά το αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια φορά που πήγα να δω τι συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ο Θεός το έκανε αυτό; Ο άνδρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Είχα μια κόρη, μου την πήρε και αυτή…». Έλεγε-έλεγε, τα έβαζε με τον Θεό.
Αφού την άφησα να ξεσπάσει λίγο, της είπα: «Να σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τον ήξερα· ήταν πολύ καλός. Σκοτώθηκε στον πόλεμο για την Πατρίδα, πάνω στο ιερό καθήκον. Ο Θεός δεν θα τον αφήσει. Μετά σου άφησε την κόρη σου για λίγα χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μια παρηγοριά.
Έπειτα όμως, επειδή ίσως θα ξέφευγε η κοπέλα, την πήρε ο Θεός σ’ αυτήν την καλή κατάσταση που βρισκόταν, για να την σώσει». Αυτή, ενώ ο άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος, ήταν λίγο κοσμική. Δεν της είπα φυσικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», αλλά την ρώτησα:
«Τώρα, εσύ, τι σκέφτεσαι; Αγαπάς τον κόσμο;».
«Δεν θέλω να δω τίποτε και κανέναν», μου λέει. «Βλέπεις, της λέω, τώρα και για σένα ο κόσμος πέθανε.
Ο πόνος σε βοηθάει και δεν σε ενδιαφέρει τίποτε το κοσμικό. Έτσι μεθαύριο θα είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο.
Τέτοια τιμή ο Θεός σε ποιον την έχει κάνει; Το καταλαβαίνεις;».
Μετά από αυτήν την συζήτηση σταμάτησε να πηγαίνει στο Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, ησύχασε.