Μια μέρα επισκέφτηκε τον παπα-Τύχων στο κελί του, ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
‐ Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, που δεν μ’ αφήνουν
καθόλου να ησυχάσω.
Ο Παπα‐Τύχων του είπε:
‐ Εάν παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χριστού εγώ θα σε
κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον
με, και να περνάς όλες τις ημέρες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή
να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα
και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το
Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας.
Μετά από έξι μήνες, που τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον
γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια πάχια, και με ευκολία πια χωρούσε από
την στενή πόρτα του Ναού του. Ο Γέροντας τον ρώτησε:
‐ Πώς περνάς τώρα, παιδί μου;
Και εκείνος απήντησε:
‐ Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές
ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, που
έφυγαν τα πάχια.
Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους που του
ζητούσαν βοήθεια.