Ανάμεσα στις άλλες συμβουλές που απευθύνει ο Απόστολος Παύλος στους Εφεσίους (και σ’ όλους εμάς ύστερα) είναι η ανοχή των ελαττωμάτων των άλλων.
Κανένας δεν είναι τέλειος, παρά μόνο ο Θεός. Αυτό δε σημαίνει ότι θα διαπομπεύσουμε τον διπλανό μας για τις κακές επιλογές του, ούτε και εκείνος βέβαια πρέπει να καμαρώνει γι’ αυτές. Με την ανοχή θα θεραπεύσουμε την ασθένεια παθών, πρώτα των δικών μας και ύστερα των άλλων. Αν δεν έχουμε διορθώσει πρώτα εμείς τον εαυτό μας, πώς θέλουμε να το κάνει ο άλλος για τα δικά του; Αντίθετα, αν διαπιστωθεί σε εμάς προσπάθεια βελτίωσης των καταστάσεών μας, τότε ίσως γίνει το μάθημα για να επέλθει το αντίστοιχο στη ζωή των υπολοίπων.
Μπορεί να μας ενοχλούν οι επιλογές τους, μπορεί να συμβαίνει το αυτό και για τις δικές μας.
Ο ίδιος ο Κύριος δεν διαπόμπευσε κανέναν αμαρτωλό. Αντίθετα συναναστράφηκε, συνέφαγε και συζήτησε με ανθρώπους που ο περίγυρός τους τοποθετούσε στην άκρη και τους πετροβολούσε συνέχεια με λόγια και έργα, με σχόλια και κριτικές . Το ότι δεν έδιωξε κανέναν λόγω της πνευματικής πτώσης του, δε σημαίνει ότι και την ενέκρινε. Μέσα από τον διάλογο που έκανε με τους τότε περιθωριακούς φανέρωσε σοφία, στοργή και αγάπη και χάρισε έμπνευση, ελπίδα, δικαίωση. Καθώς διέκριναν η γνησιότητά τους αυθόρμητα έρχονταν η μετάνοια, η μεταστροφή, η αλλαγή. Πάμπολλα υπάρχουν τα παραδείγματα, αμέτρητα είναι τα θαύματα ως σφραγίδα τους.
Αν είχε ακολουθήσει όμως ο Κύριος την εύκολη για όλους οδό την αποδοκιμασίας, θα αναιρούσε την πατρική Του ιδιότητα και δεν θα διορθώνονταν κανένας, άρα μάταιη θα ήταν η επίγεια αποστολή Του.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι: ανεχόμαστε τον άλλο με ότι αυτός άσχημο φέρει, όχι ως «συναδελφική αλληλεγγύη» και ως αλληλοεπικάλυψη, αλλά ως μια άριστη ευκαιρία ώστε να αξιοποιήσουμε τους τρόπους για να συνυπάρξουμε συνειδητά μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Δεν ξέρουμε τι αγώνα κάνει ο καθένας για να απαλλαγεί από τα στίγματα της αμαρτίας, γι’ αυτό και οφείλουμε να σωπαίνουμε. Η καλύτερη οδός είναι αυτή της προσευχής για όλους μας. Μη λησμονούμε την ομολογία του ληστή του άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου. Εμείς πάντως δε γνωρίζουμε την δική μας εξέλιξη και κατάληξη, ας το προσέξουμε.
Οι περισσότεροι όμως -ακόμα και θρησκευόμενοι- προτιμούν να παρακολουθούν μόνο των άλλων την πορεία, χωρίς να ασχολούνται με τη δική τους οδοιπορία. Η ενασχόλησή μας με τα των άλλων ίσως μας συμφέρει, αφού μας παρέχει άλλοθι για τις επιλογές μας και τις συνήθειές μας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια άνωθεν φωτισμού, αρκεί να το θελήσουμε. Οι αστοχίες των άλλων γίνονται δυστυχώς κάποιες φορές αφορμή φαρισαϊκής αυτοδικαίωσης μας. Αρέσκονται αντί να ανέχονται τον άλλο, να τον πετροβολούν.
Ξεχνούν ότι όσο ζούμε σε κόσμο που θα μας προκαλεί για παραστρατήματα, τόσο θα πρέπει να αποκτούμε δυνάμεις αντίστασης για να μη παρασυρθούμε. Κάθε άλλη επιλογή είναι επικίνδυνη, ψυχοφθόρα και απορριπτέα. Η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας είναι προέκταση του Γολγοθά, του λόφου της θυσίας Εκείνου που συγχώρεσε τους σταυρωτές Του και που οδήγησε στον Παράδεισο έναν μετανιωμένο ληστή και από την λαϊκή κατακραυγή πληγωμένο.
Ανοχή του οποιουδήποτε άλλου σημαίνει για όλους μας κατάκρισης, σύγκρισης και διάκρισης αποχή.
Η μετάνοια πρέπει να είναι το γνώρισμα όλων των χριστιανών. Η ανοχή δεν πρέπει να είναι πράξη συνθηκολόγησης, ούτε έγκρισης των κακών πεπραγμένων τους. Όταν θα ανεχθούμε στον άλλο, θα μας ανεχθεί και αυτός και όλους μας ο Κύριος. Κάθε άλλη ενέργεια μας θα λογισθεί ως κατάκριση, ως υποκρισία, ως ανακολουθία.
Τη συμπεριφορά μας πρέπει να τη διαπνέει το εξής τρίπτυχο: δεν επιβάλουμε, αλλά αναμένουμε∙ δεν κατακρίνουμε, αλλά συζητάμε∙ δεν τρομοκρατούμε, αλλά καλύπτουμε.
Του αρχιμ. Χρυσόστομου Χρυσόπουλου, Θεολόγου-Διδάσκοντος Παν/μίου Πειραιώς