Θαύματα Αγίου Δημητρίου
1) Ο άγιος Δημήτριος και ο ασκητής
Κάποιος ασκητής που κατοικούσε στο όρος Χολομώντα, όταν άκουσε πως ο Άγιος Δημήτριος αναβλύζει μύρο άφθονο από τον τάφο, δεν το πίστευε. Συλλογιζόταν πως στο μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα μαρτύρια για το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρο, και αυτός για ποιο μαρτύριο δοξάσθηκε τόσον από τον Θεόν; Ο Θεός λοιπόν, θέλησε να τον βεβαιώσει, ότι η μυροβλυσία είναι αλήθεια.
Μια νύχτα αφού τελείωσε ο ασκητής την ακολουθία του, έπεσε να κοιμηθεί και φάνηκε σε αυτόν σαν να βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και εκεί μπροστά του βλέπει τον άνθρωπο ο οποίος κρατούσε τα κλειδιά του τάφου του Αγίου, προς τον οποίο είπε: «Άνοιξε μου να προσκυνήσω».
Του άνοιξε και μπήκε μέσα στο κουβούκλιο να προσκυνήσει, οπότε είδε ότι όλος ο τάφος ήταν βρεγμένος από μύρο και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου: «Σε παρακαλώ, έλα να σκάψουμε εδώ να δούμε από που έρχεται το μύρο».
Του φάνηκε ότι έφεραν τα εργαλεία και άρχισαν να σκάβουν και βρήκαν ένα μεγάλο μάρμαρο, το οποίο σήκωσαν με πολύ κόπο και αμέσως φάνηκε το σώμα του Αγίου φωτεινό, από το οποίο ανέβλυζε μύρο άφθονο που χυνόταν από τις οπές, τις οποίες άνοιξαν στο σώμα του Μάρτυρος οι λόγχες των δημίων.
Ο ασκητής από τον τρόμο του, φοβούμενος να μην πνιγεί, φώναξε δυνατά: «Άγιε Δημήτριε βοήθησε με». Μετά την φωνή αυτή συνήλθε και είδε ότι ήταν βρεγμένος από μύρο και αυτός και τα ενδύματα του.
Αμέσως ο ασκητής ήλθε στην Θεσσαλονίκη, κηρύττοντας το θαύμα του Αγίου και δόξασε τον Θεό. Έμεινε στο Ναό αρκετές ημέρες και κατόπιν επέστρεψε στο ασκητήριό του, λέγοντας : «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος»
2) Ο Άγιος Δημήτριος σώζει τους Θεσσαλονικείς που μαστίζονται από την πείνα.
Όλα τα μέρη μαστίζονταν από την πείνα, ιδίως η Θεσσαλονίκη κινδύνευε να αφανισθεί. Αλλά ο Μέγας Δημήτριος, δεν άφησε την πόλη να αφανισθεί. Κάποιος πλοίαρχος, ο οποίος εμπορευόταν σιτάρι, φόρτωσε εκείνο τον καιρό το πλοίο του για να το μεταφέρει στην Ευρώπη. Τη νύχτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος στον ύπνο του και του είπε: « Το σιτάρι αυτό που υπολογίζεις να το πας;»
Ο πλοίαρχος απεκρίθη: « Στην Ευρώπη σκοπεύω να το πάω, αν το θέλει ο Θεός». Ο Άγιος του είπε: « Άκουσέ με, να το φέρεις στη Θεσσαλονίκη και να το πουλήσεις όπως θέλεις, διότι υπάρχει πολλή πείνα και ακρίβεια. Και πάρε αμέσως τρία φλουριά και φέρε το φορτίο εκεί για να λάβεις το υπόλοιπο της αξίας του».
Το πρωί ξύπνησε ο πλοίαρχος και είδε στα χέρια του τρία φλουριά. Είπε δε προς τους άλλους ναύτες: « Απόψε είδα στον ύπνο μου έναν στρατιώτη, ο οποίος είπε να πάμε το σιτάρι στην Θεσσαλονίκη. Και να μου έδωσε και τρία φλουριά σαν εγγύηση. Θέλετε να το πάμε εκεί; Διότι μου είπε πως υπάρχει μεγάλη πείνα στη Θεσσαλονίκη και πως θα κερδίσουμε περισσότερα απ’ότι στην Ευρώπη. Διότι στην Ευρώπη πηγαίνουν και άλλα πλοία, ενώ προς την Θεσσαλονίκη μόνο εμείς.»
Οι ναύτες προθυμοποιήθηκαν να μεταφέρουν το σιτάρι στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο διάβολος, θέλων να εμποδίσει την καλοσύνη του Αγίου, διήγειρε τρικυμία, ώστε το πλοίο κινδύνευσε δύο φορές να βυθιστεί. Όμως ο Μέγας Δημήτριος, όσες φορές κατελαμβάνοντο υπό της τρικυμίας, παρίστατο μπροστά τους και τους ενθάρρυνε και φαινόταν οφθαλμοφανώς στο πέλαγος και τους εδείκνυε το δρόμο.
Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Μόλις άκουσαν οι Θεσσαλονικείς ότι ήλθε πλοίο με σιτάρι, εδόξασαν τον Θεό και πήγαν στο λιμάνι, όπου πουλήθηκε το σιτάρι. Όταν ο πλοίαρχος διηγήθηκε το όραμα, οι Θεσσαλονικείς γνώρισαν πως ήταν ο Μέγας Δημήτριος που διαφύλαγε την πόλιν του.