ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 25 – 37 – 25
Καί ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν καί λέγων Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; 26 ο δέ είπε πρός αυτόν Εν τώ νόμω τί γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;
27 ο δέ αποκριθείς είπεν Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου εξ όλης τής καρδίας σου καί εξ όλης τής ψυχής σου καί εξ όλης τής ισχύος σου καί εξ όλης τής διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ως σεαυτόν 28 είπε δέ αυτώ Ορθώς απεκρίθης τούτο ποίει καί ζήση.
29 ο δέ θέλων δικαιούν εαυτόν είπε πρός τόν Ιησούν Καί τίς εστί μου πλησίον; 30 υπολαβών δέ ο Ιησούς είπεν Άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, καί λησταίς περιέπεσεν οί καί εκδύσαντες αυτόν καί πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. 31 κατά συγκυρίαν δέ ιερεύς τις κατέβαινεν εν τή οδώ εκείνη, καί ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν.
32 ομοίως δέ καί Λευίτης γενόμενος κατά τόν τόπον, ελθών καί ιδών αντιπαρήλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις οδεύων ήλθε κατ αυτόν, καί ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, 34 καί προσελθών κατέδησε τά τραύματα αυτού επιχέων έλαιον καί οίνον, επιβιβάσας δέ αυτόν επί τό ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον καί επεμελήθη αυτού
35 καί επί τήν αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τώ πανδοχεί καί είπεν αυτώ επιμελήθητι αυτού, καί ό,τι άν προσδαπανήσης, εγώ εν τώ επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. 36 τίς ούν τούτων τών τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι τού εμπεσόντος εις τούς ληστάς; 37 ο δέ είπεν Ο ποιήσας τό έλεος μετ αυτού. είπεν ούν αυτώ ο Ιησούς Πορεύου καί σύ ποίει ομοίως.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 25 – 37
25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν; 26 Ο Κυριος δε του είπε· στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;
27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου.
28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;
30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν.
32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος.
35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος.
36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών; 37 Εκείνος δε είπε· αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί).