Ψυχοσάββατο :Μια Μέρα Που Είναι Γεμάτη Μνήμη, Αγάπη Και Προσευχή

177
Ψυχοσάββατο.
Μια μέρα αλλιώτικη, μια μέρα διαφορετική. Μια μέρα που είναι γεμάτη μνήμη, αγάπη και προσευχή.
Μνήμη, αγάπη και προσευχή γι’ αυτούς που φύγανε, από αυτούς που μείνανε.
Όλοι μας αυτή τη μέρα θυμόμαστε τους αγαπημένους μας και νοσταλγούμε, άλλος λίγο–άλλος πολύ, την παρουσία τους, το πρόσωπό τους, τη φωνή τους, τη ματιά τους. Και να μη τους νοσταλγούμε, κατά βάθος μέσα μας κουρνιάζει η προαίρεση της νοσταλγίας: θα θέλαμε να μπορούσαμε να τους θυμόμαστε. Είναι ένα θέμα αυτό.
Πάντως, η αγάπη, η πραγματική αγάπη, είναι μόνο μνήμη. Και η μνήμη της αγάπης, είναι μόνο προσευχή.
Προσευχόμαστε, επειδή ακριβώς αγαπάμε και θυμόμαστε.
Κι αν δεν προσευχηθούμε γι’ αυτούς που φύγανε, αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε κάπως ελλιπείς και κολοβωμένοι στην αγάπη.

 


Δεν γίνεται να αγαπάς και να μην προσεύχεσαι.
Δεν γίνεται να αγαπάς και να μη θυμάσαι.
Θυμόμαστε και, έτσι, απευθυνόμαστε στη μεγάλη αγάπη του Χριστού, στον Ίδιο τον Σωτήρα μας Χριστό, για να θυμηθεί όλους όσους εμείς καθόμαστε και θυμόμαστε ιδιαίτερα σήμερα το Ψυχοσάββατο: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους σου» Τους πατέρες και τις μητέρες μας, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, τους αδελφούς και τις αδελφές μας, τους συγγενείς μας, τους αναδόχους και τους αναδεκτούς μας, τους φίλους, τους συγχωριανούς, τους γνωστούς, τους συναδέλφους και τους συνεργάτες μας, τους δασκάλους και τους συμμαθητές μας, τους συστρατιώτες και όλους όσους γνωρίσαμε και όσους μας γνώρισαν.

 

Όλοι είμαστε ένα σώμα, ένα σώμα ομόψυχων αδελφών κι ας μην εκμεταλλευτήκαμε ίσως κάποιες ουσιαστικές ευκαιρίες πραγμάτωσης αυτής της αδελφοσύνης που ενδεχομένως να παρουσιάστηκαν στο διάβα της ζωής μας.
Συναζόμαστε με άφθονες λαχτάρες, με πόνους ή φόβους μνήμης στη θεία Ευχαριστία, πάμε σιωπηλά προς την Πρόθεση με τα ψυχοχάρτια της καρδιάς μας, γινόμαστε βαθμιαία άνθρωποι της Προθέσεως, θυμόμαστε και ονοματίζουμε πρόσωπα, έναν-έναν και κάθε έναν δούλο του Θεού –του Θεού που είναι ο μόνος Ελευθερωτής των ψυχών μας.

Βρισκόμαστε μέσα στη ζεστή Κιβωτό της Εκκλησίας· έξω απ’ αυτή τη σωτήρια Κιβωτό, βασιλεύει η καταχνιά και η άβυσσος του άδη, δε βλέπεις καμία ζωή και δεν αισθάνεσαι κανένα χνώτο ζωής πουθενά. Η Εκκλησία σώζει διαρκώς: προσωπικά, διαπροσωπικά και καθολικά, κάθε ώρα και στιγμή, πάντα. Αυτό αισθανόμαστε εμπειρικά. Η κεφαλή της, που είναι ο Χριστός, σώζει όσους θέλει αλλά και μπορεί να σώζει όπως βούλεται εκείνους, για τους οποίους τα μέλη της (οι άγιοι, οι θεώμενοι, οι σωσμένοι, τα πιστά και αγωνιζόμενα μέλη της) δεν παύουν να δέονται και να παρακαλούν. Άλλωστε, ποια προσευχή μέσα στην άκτιστη Εκκλησία πάει χαμένη;

 

 

 


Στο υπέρτατο μυστήριο του θανάτου δεν υπάρχουν εχθροί και έχθρες, κακίες και μνησικακίες, πονηρίες και αλαζονείες, ψέματα και μύθοι, στρεβλώσεις και σκληρύνσεις. Όλοι πρέπει να προσευχηθούμε στιγμιαία ή εκτενώς με την καρδιά μας, με μια καρδιά που να έχει μνήμη για προσευχή και προσευχή στη μνήμη. Η μνήμη φέρνει την προσευχή και η προσευχή κινεί την αγάπη, τη θεία αγάπη που είναι παντοδύναμη, ανεξερεύνητη και απερινόητη.

Πού πήγαν οι προσφιλείς μας συγγενείς, αυτούς που δεν παύσαμε ποτέ να θυμόμαστε και να αγαπούμε; Μήπως χαθήκανε; Μήπως σταμάτησε γι’ αυτούς η ζωή; Μήπως, επειδή αδυνατούμε εμείς να τους δούμε και να τους ακούσουμε, πάει να πει ότι δεν υπάρχουν; Όχι. Υπάρχουν. Υπάρχουν, όχι βέβαια εδώ στη γη και ασφαλώς όχι μαζί με το χωμάτινο σκήνωμα της ψυχής τους που ήταν το σώμα τους. Ο θάνατος είναι για μας ένα μυστήριο, το τελευταίο μυστήριο που δοκιμάζει η ύπαρξή μας. Ένα αδιήγητο πέρασμα και μια μεγάλη διάβαση συντελείται. Μόλις που προλαβαίνουμε να πούμε κάτι, ένα «Ήμαρτον Θεέ μου!», ένα «Κύριε ελέησον!», ένα «Ο Θεός ιλάσθητοί μοι τω αμαρτωλώ!», ένα «Συγχώρεσέ με Θεέ μου!», ένα «Συγχωρέστε με κι εσείς αδελφοί μου!» και μετά αποχαιρετούμε όλα τα επίγεια.

 

 

 

 

 

Αυτό τον κόσμο κι αυτή τη ζωή που τη νομίζαμε εμείς, όπως και πολλοί άλλοι σαν κι εμάς, σαν μια ζωή που είναι παντοτινή και όχι εφήμερη και πρόσκαιρη. Όμως η αληθινή ζωή είναι αλλού και αλλιώς. Αυτή η ζωή που ζούμε τώρα, τυφλωμένοι και σαγηνευμένοι, είναι προοίμιο ζωής, μια εισαγωγή ζωής, ένα προστάδιο ζωής. Η αληθινή ζωή είναι η ζωή κοντά στον Χριστό, μέσα στο Φως της Αγίας Τριάδας, μέσα στην κοινωνία των Αγίων, μέσα στη χώρα της αναπαύσεως του Παραδείσου. Ο σκοπός της ζωής μας είναι φθάσουμε εκεί. Πρώτα απ’ όλα με τη Χάρη του Θεού και με τα έργα της αγάπης και της ταπείνωσης, της προσευχής και της ελεημοσύνης, της αμνησικακίας και της συγχώρεσης.

Η Εκκλησία προσεύχεται για όλους και ιδιαίτερα για τους κεκοιμημένους. Οι κεκοιμημένοι εκ της θέσεώς τους δεν μπορούν να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία για να μετανοήσουν για όσα αμαρτήματα διέπραξαν μέσα στην άγνοιά τους, μέσα στην απροσεξία, την αμέλεια ή και την πώρωσή τους. Αν έδινε ο Θεός στη διάθεσή τους μονάχα ένα ακόμη λεπτό επίγειας ζωής, το μόνο που έκαμναν, θα ήταν να ζητήσουν συγχώρεση από τον Θεό και από τους ανθρώπους που λύπησαν με την αμαρτία τους.

Οι κεκοιμημένοι μας κυριολεκτικά βρίσκονται στο έλεος του Θεού. Και το έλεος του Θεού είναι ακατάληπτο, ανεξιχνίαστο, απρόβλεπτο, παντοδύναμο. Κανείς δεν μπορεί να πει για κανέναν τίποτα. Κανένας δεν μπορεί να κρίνει και να καταδικάσει κανέναν. Όλοι μας πρέπει να γονατίσουμε και να ζητούμε αυτό το έλεος του Κυρίου μας να αναπαύσει τις ψυχές των κεκοιμημένων μας.

 

 

 

Οι προσευχές μας να έχουν σαν φτερά την προσφορά, την προσφορά του βίου μας και την προσφορά της λειτουργικής μας παράδοσης: το καθαρό κερί προς το θυσιαστήριο, το λάδι για τα κανδήλια της αγίας Τραπέζης, το νάμα της θείας Ευχαριστίας για το άγιο Ποτήριο, το θυμίαμα για τη χρήση του στις ιερές ακολουθίες. Να πλάθουμε και να ζυμώνουμε πρόσφορα γι’ Αυτόν που πλάθει τη σωτηρία μας, να πλάθουμε και με τον αγώνα μας ήθος αγάπης· να πηγαίνουμε ανελλιπώς στην Εκκλησία το όνομά τους, να γίνουμε εμείς πανώριος ναός αγάπης για χάρη τους· να θυμιάζουμε συχνά το μνήμα τους, να θυμιάζουμε και με την αρετή μας τη μνήμη τους· το πραγματικό, το ουσιαστικό μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους μας είναι η προσωπική μας μετάνοια, η χριστοποίησή μας, η χαρίτωση της ζωής μας, η έμπρακτη αγάπη μας προς τον Θεό και τους συνανθρώπους μας.

Να έχουμε φωτεινό βίο που να ομοιάζει με ιλαρό φως, με το φως των θείων αρετών, με το φως του ταπεινού φρονήματος, με το φως της αληθινής πίστης, με το φως του βιωματικού μας ενστερνισμού των θείων δογμάτων, να καταφάσκουμε στα κελεύσματα και στα πρόσωπα της Εκκλησίας, με το φως των ιερών βιωμάτων της καρδιάς μας, με αυτό το φως και πάντα με τη Χάρη του Θεού να προσπαθούμε να δίνουμε μια παρηγοριά, μια ανάσα, μια λύτρωση, μια άνεση, μια χαρά, έναν ασπασμό, μια σωτηρία Χριστού προς τους κεκοιμημένους μας.

 

 

 

 

Η δική μας ζωή να γίνεται ευάρεστη, ολοένα πιο ευάρεση στον Θεό, μια εύλαλη και ζωντανή θυσία μπροστά στον θρόνο Του, μια απερίγραπτη συγκίνηση γι’ Αυτόν τον Ίδιο τον Θεό, ώστε να σπεύσει Αυτός να αγκαλιάσει, να αναπαύσει και να σώσει, με τον τρόπο που μόνο Εκείνος ξέρει, τους κεκοιμημένους μας. Όχι ότι δεν μπορεί να σώσει ο ανενδεής Θεός μόνος Του τους ανθρώπους που φύγανε απ’ αυτή τη ζωή· αλλά ότι εμείς που νοιαζόμαστε και μεριμνούμε γι’ αυτούς μέσα από την Προσευχή που κάνουμε, μέσα από τη συμμετοχή μας στη θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές δεήσεις, μέσα από τα έργα της αγάπης και της ελεημοσύνης, μέσα από την ετοιμασία και παρασκευή των κολλύβων, εμείς είμαστε που τελικά παίρνουμε δύναμη, χάρη και αγιαζόμαστε μέσα από μια διαδικασία που είναι γεμάτη φως, αγάπη, στοργή, θεία μέθεξη.

Ο αρχέγονος πειρασμός του ορθολογισμού εμφανίζεται πάντα στιβαρός μέσα στη φράση «εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια». Αυτό αφορά εν γένει τους νεκρούς και την προσωπική τους ευθύνη έναντι του Θεού και των συνανθρώπων τους κατά την επίγεια ζωή τους. Είναι μια αλήθεια που μπορεί κάλλιστα να δεχθεί την εξαίρεση μιας άλλης ακατανόητης θείας αλήθειας. Ο τρόπος που σώζει ένας Θεός τις ψυχές δεν μας είναι απόλυτα γνωστός.

Η σωτηρία της ψυχής είναι το πιο γνοφώδες μυστήριο για μας. Και έτσι πρέπει, γιατί αυτό αρμόζει στη φύση μας. Εμείς ξέρουμε μέσα από την εμπειρία της Εκκλησίας, μέσα από την εμπειρία των αγίων, μέσα από τις αποκαλύψεις των συναξαρίων της, ότι η αγάπη είναι πιο κραταιή κι απ’ τον θάνατο, επειδή η αγάπη είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας για τον καθένα. Ποιος άδης μπορεί να τα βάλει με την αγάπη, αφού η ίδια η Αυτοαγάπη, ο Χριστός, κατέβηκε μέσα στον άδη για να αρπάξει από εκεί τις ψυχές που καταδυνάστευε για αιώνες; Το θαύμα της αγάπης εμείς δεν το ξέρουμε και δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Αυτό το θαύμα δεν σταμάτησε ακόμη να διενεργείται μυστικά και να σώζει εκείνους για τους οποίους ο κόσμος δεν έχει να δώσει καμιά ελπίδα.

 

 

 

 

Η αγάπη του Χριστού πάει συνεχώς κόντρα στην άθλια ψευτοαγάπη του κόσμου, στη φτηνή και μπακαλίστικη λογική μας. Η προσευχή μας πρέπει να μη ρωτά τίποτα, να μη τη νοιάζει για τίποτα, μόνο να είναι αέναη, συνεχής, αδιάκοπη, καρδιακή. Αγαπάμε τους κεκοιμημένους μας; Εάν και εφόσον ναι, τότε ας μη παύσουμε να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ας μην παύσουμε να κάνουμε τη ζωή μας ένα καθαρό μνημόσυνο προς τη μνήμη τους, ας γίνουμε εμείς προσευχή και αγάπη γι’ αυτούς που μας έφεραν στον κόσμο, που μας φρόντισαν με κάθε τρόπο, που θυσιάστηκαν για μας, που συντρόφευσαν και ευεργέτησαν ποικιλοτρόπως τη ζωή μας. Όσοι προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, όχι μόνο κατά τα δύο Ψυχοσάββατα του χρόνου, αλλά και κάθε άλλη μέρα, κερδίζουμε μαζί τους τη ζωή, την αθανασία, την τερπνότητα και τη μακαριότητα της παραδείσιας αγάπης του Χριστού.


Γι’ αυτό λοιπόν, αφού σας αναφέρω ότι είναι απόλυτα απαραίτητο και αναγκαίο να συνοδεύονται τα κόλλυβά σας με το καθαρό κερί, με το νάμα, με το λάδι και το θυμίαμα στο ιερό, απευθύνομαι στην ορθόδοξη συνείδησή σας και σας προτρέπω να μην παύσετε να πηγαίνετε τα ονόματα των κεκοιμημένων σας στην Πρόθεση του Ιερού, να μην παύσετε να δέεστε και να δεόμαστε όλοι μαζί, μέσα από την καρδιά μας, για τους προσφιλείς κεκοιμημένους μας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, διά της Θεοτόκου, μνήσθητι, ελέησον, ανάπαυσον και σώσον τους κεκοιμημένους δούλους Σου!».

Αμήν. Γένοιτο.
π. Δαμιανός Σαράντης

Τα σχόλια είναι κλειστά, αλλά Trackbacks και Pingbacks είναι ανοιχτά.