Άγιος Αθανάσιος, Ο Στύλος Της Ορθοδοξίας!
«Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». Με αυτή τη φράση αρχίζει τον επιμνημόσυνο λόγο του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προς τον άγιο Αθανάσιο, επίσκοπο Αλεξανδρείας. «Ότι πάσαν εν εαυτω είχε την αρετήν… Αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι, παρ’ου τοις ανθρώποις η αρετή».
Η ζωή του Αθανασίου υπήρξε σταθερή μαρτυρία ορθοπραξίας, αγάπης και σεβασμού στην ευαγγελική παράδοση και στην ακεραιότητα της Εκκλησίας. Διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην καταστολή και αναίρεση της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου και πήρε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ., ως διάκονος και γραμματέας του Επισκόπου Αλεξανδρείας Αλέξανδρου.[1]
Προσωπικότητα ισχυρή και ανήσυχη, γνήσιος εκφραστής του χριστιανικού ήθους, ο Αθανάσιος αναδείχθηκε το 328 επίσκοπος Αλεξανδρείας, με τη σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού της θεοσώστου ποιμαντικής του περιφέρειας. Ο σθεναρός του αγώνας για τη διάσωση του Ορθοδόξου δόγματος προκάλεσε την οργή και το φθόνο των αιρετικών, κυρίως δε των Αρειανών, οι οποίοι εξαπέλυσαν αμείλικτο και με κάθε ποταπό μέσο πόλεμο εναντίον του. Ο Αθανάσιος καταδιώχθηκε και πέρασε περισσότερο από δεκαέξι χρόνια της αρχιερατείας του μακριά από το ποίμνιό του. Εξορίσθηκε πέντε φορές και επανειλημμένα καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε από ψευδοσυνόδους.
Παρά τις δοκιμασίες και τις στερήσεις, ο Αθανάσιος παρέμεινε ακλόνητος «στύλος Oρθοδοξίας» και με το πλούσιο συγγραφικό του έργο, κυρίως δε με το Χριστομίμητο παράδειγμα του βίου του, διέσωσε την Ορθόδοξη πίστη και έθεσε τα δογματικά θεμέλια πάνω στα οποία οι μεταγενέστεροι Πατέρες στηρίχθηκαν και αποδέχθηκαν καθολικά, καθώς εξέφραζαν τον γνήσιο οικουμενικό εκκλησιαστικό λόγο.[2]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο έργο του Μεγάλου Αθανασίου αποτελεί η διδασκαλία του «Περί πρωτολογίας και εσχατολογίας» στην Εκκλησία. Σύμφωνα με τον Αλεξανδρινό ιεράρχη, η δημιουργία του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» αποτελεί την αφετηρία, την έναρξη μίας πορείας προς την τελείωση. Η δημιουργία του κτιστού κόσμου, μέρους του οποίου αποτελεί ο άνθρωπος, σηματοδοτεί μία κίνηση προς τα έξω της θείας θελήσεως[3], είναι δηλαδή προϊόν της αγαθότητας του Θεού. Τα κατ’ εικόνα υποθέτει ότι ο άνθρωπος είχε στην ύπαρξά του ορισμένα στοιχεία του Λόγου (σκιάς τινάς έχειν του Λόγου). Με άλλα λόγια, η λογικότητα του ανθρώπου κατανοείται από τον άγιο Αθανάσιο ως έλεος του αγαθού Θεού, ώστε ο άνθρωπος να μην είναι «έρημος» της θείας γνώσεως. Έτσι, οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν «κατ’ εικόνα του Λόγου, την εικόνα νοούντες του Λόγου του Θεού» και είχαν τη δυνατότητα, κατά σχετικό τρόπο ασφαλώς, «έννοιαν δι’ αυτού του Πατρός λαβείν».[4]
Η πτώση του ανθρώπου αποτελεί μία δραματική φάση στην πορεία της ανθρωπότητας. Αυτή ακριβώς η πτώση υπερβαίνεται με την συνεχή πορεία της θείας οικονομίας. Η πορεία και η κίνηση δηλαδή προς το μέλλον και επομένως προς την τελείωση, προς το «καθ’ ομοίωσιν», καθορίζεται από τις αρχικές ρίζες της δημιουργίας, οι οποίες με τη σειρά τους είναι σχηματισμένες και αγιαστικά εναρμονισμένες προς τη μελλοντική τελείωση. Ο άνθρωπος με την πτώση του δεν απώλεσε ένα αγαθό του παρελθόντος αλλά ένα αγαθό του μέλλοντος, απόδειξη του οποίου είναι ο παραλληλισμός και η συμπόρευση παρελθόντος και μέλλοντος, τα οποία από κοινού εξακολουθούν να καθορίζουν την πορεία του ανθρωπίνου γένους και μετά την απώλεια της «προτέρας ευγένειας».[5]
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος κινείται δυναμικά προς το καθ’ ομοίωσιν και κάθε πτώση του αποτελεί απομάκρυνση από το μέλλον καί όχι από το παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα, δύναται κανείς να κατανοήσει το νόημα της ιστορίας της θείας οικονομίας, της οποίας η πορεία είναι μελλοντική και άπειρη. Έτσι, η εσχατολογία είναι η ίδια η δυναμική πορεία της θείας οικονομίας, καθώς ο ενανθρωπήσας Λόγος επαναφέρει τον άνθρωπο στην ορθή πορεία προς το μέλλον.[6]
Αυτή την εσχατολογική ιδιότητα της Εκκλησίας, ο Μέγας Αθανάσιος την αντιλαμβάνεται εκκλησιολογικά και εκκλησιοκεντρικά. Το γεγονός της θείας οικονομίας βιώνεται στην Εκκλησία, επομένως μόνο μέσα στην Εκκλησία και με τους δοκιμασμένους τρόπους που η Εκκλησία γνωρίζει μπορεί αυθεντικά να εκφραστεί και να κατανοηθεί.[7] Τότε μόνο ο άνθρωπος μπορεί να εκφράζει το γνήσιο εκκλησιαστικό και χριστιανικό φρόνημα και ταπεινά να δοξολογεί «ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός».[8]
Πρωτολογία και εσχατολογία στο έργο του Μεγάλου Αθανασίου είναι έννοιες και μεγέθη άρρηκτα συνυφασμένα και αλληλένδετα. Στην πρωτολογία αναφύονται ξεκάθαρα οι καταβολές της εσχατολογίας και ακολούθως στην εσχατολογία, ως δυναμική πορεία, διακρίνεται η ανάπτυξη των σπερμάτων της πρωτολογίας. «Η εν Χριστώ Αποκάλυψις συνενώνει πάσαν ενέργειαν του Λόγου από της δημιουργίας και εξής και συνάμα προεκτείνει αυτήν εις την μελλοντικήν πορείαν του ανθρώπου προς την ακατάπαυστον τελείωσιν [9]».
Άρρηκτος δεσμός λοιπόν πρωτολογίας και εσχατολογίας στην «εν Χριστώ Αποκάλυψη». Άλλωστε, η ενανθρώπηση του Λόγου κατέστησε τον άνθρωπο και πάλι «δεκτικόν θεότητος»[10]. Το περίσσσευμα της ταπείνωσης του Μεγάλου Αθανασίου θα τον παρακινήσει να σημειώσει: «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν. Καί αυτός εφανέρωσεν Εαυτόν διά σώματος, ίνα ημείς του αοράτου Πατρός έννοιαν λάβωμεν. Καί Αυτός υπέμεινε την παρ’ ανθρώπων ύβριν, ίνα ημείς αθανασίαν κληρονομήσωμεν».[11] [1] Βλ. Σχ., Σκουτέρη Κωνσταντίνου, Ιστορία Δογμάτων, τόμος 2ος, Αθήνα 2004, σελ. 169-178.
[2] Αυτόθι, σελ. 180-183.
[3] Κατά Αρειανών, 2,2.
[4] Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου,11.
[5] Πρβλ., Αυτόθι, 3.
[6] «Η εσχατολογική ιδιότης της Εκκλησίας είναι ιδιότης σύμφυτος με την συνολικήν ζωήν της. Εσχατολογία λοιπόν δεν είναι το τέλος ,αλλά συνόλος η πορεία προς το τέλος. Καί τούτο συμβαίνει, διότι η πορεία της θείας οικονομίας και η πορεία του ανθρωπίνου προορισμού είναι δυναμικής φοράς.», ( Βλ., Ματσούκα Νίκου, Θεολογία – Κτισιολογία – Εκκλησιολογία κατά τον μέγαν Αθανάσιον, σημεία πατερικής και οικουμενικής θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 150).
[7] Πρβλ., Σκουτέρη Κ., Ιστορία Δογμάτων, σελ. 189.
[8] Περί των γενομένων εν τη Αριμινίω της Ιταλίας και εν Σελευκεια της Ισαυριας Συνόδων, 20,4, Πρβλ., Φιλιπ., 2,11.
[9] Ματσούκα Ν., Θεολογία – Κτισιολογία – Εκκλησιολογία κατά τον μέγαν Αθανάσιον, σελ. 151-152.
[10] Πρβλ., Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, 1και 4.
[11] Αυτόθι, 54.
Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου ΜΑ., ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Τα σχόλια είναι κλειστά, αλλά Trackbacks και Pingbacks είναι ανοιχτά.