Είχε ζήσει για χρόνια στην ξενιτειά μα τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, μήτε η κόμμωση, μήτε η ενδυμασία – παλαιικιά γυναίκα και στην εμφάνιση και στους τρόπους. Πολλά χρόνια χήρα, μύριζε λιβάνι και κερί. Στις βεγγιέρες είχε το δικό της λόγο, που δεν τον άκουσε, αλλά τον έζησε.
Εδιηγείτο, λοιπόν: «Την εποχή κατά την οποία η ελονοσία μάστιζε τον κόσμο, βγήκα μια φεγγαρόλουστη νύχτα προς νερού μου. Βλέπω μπρος στα χαλάσματα του σπιτιού μας γέροντα με ψάθινο σκουφάκι να μαζεύει σκουπίδια και κάθε άχρηστο και βρώμικο πράγμα. Τον πλησίασα και σεβαστικά τον ρώτησα:
– Τι κάνεις αυτού, Γέροντα;
Και μου αποκρίθηκε:
– Καθαρίζω τον τόπο, γιατί όλοι θα απολεσθήτε από την βρωμισιά. Πες στον πρόεδρο, στα στάσιμα νερά να φυτέψει ευκαλύπτους, να καθαρισθεί το χωριό και να ρίξει παντού άφθονο ασβέστη.
– Ποιος είσαι συ, που τόσο πολύ μας αγαπάς, που και τη νύχτα εργάζεσαι για τη ζωή μας;
– Είμαι αυτός που φροντίζεις και κάθε απόβραδο μου ανάβεις το καντήλι. Γείτονάς σου είμαι και δεν με γνωρίζεις».
Κι έγινε άφαντος. Πράγματι η κυρά Στυλιανή είπε στον πρόεδρο ότι της συνέστησε ο Άγιος Σπυρίδων
Πολλοί απ’ τους ευκαλύπτους υπάρχουν και σήμερα εις μαρτύριον του θαύματος του Αγίου».
«Τα θαυμάσια του Θεού»
Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ (Άστρος Κυνουρίας 2014)
Τα σχόλια είναι κλειστά, αλλά Trackbacks και Pingbacks είναι ανοιχτά.