-Διανύουμε την αναστάσιμη περίοδο και βιώνουμε ο καθένας, κατά το μέτρο της πνευματικής του καταστάσεως, το κοσμοσωτήριο γεγονός της εκ νεκρών αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, την άρρητη χαρά και ευφροσύνη, η οποία πηγάζει από τον κενό τάφο.
- Εορτάζουμε με υπερβάλλουσα λαμπρότητα τα επινίκια της πιο μεγάλης και περιφανούς νίκης όλων των αιώνων, της νίκης κατά της φθοράς και του θανάτου, κατά της αμαρτίας και του διαβόλου. Εορτάζουμε το θάνατο του θανάτου μας, δια του θανάτου του Σωτήρα και Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού. Ψάλλουμε ακατάπαυτα τον νικητήριο ύμνο του Πάσχα: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», και πληρούται κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας με ουράνια αισιοδοξία και βεβαιότητα, ότι «Χριστός ανέστη και Άδης εσκυλεύθη», ότι, «μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος.
Εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενος της σαρκός αυτού», σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο. Στη μεγαλειώδη και πανεφρόσυνη ακολουθία του Όρθρου της Αναστάσεως ψάλλουμε «εν ενί στόματι και μια καρδία», την αγία αυτή ημέρα: «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν Άδου την καθαίρεσιν», για να διαλαλήσουμε σε όλους τους κόσμους ότι νικήθηκε ο μεγαλύτερος και πλέον έχθιστος εχθρός μας, ο πικρός θάνατος και ότι χάρις στο κοσμοσωτήριο έργο του Κυρίου μας, στο ζωοποιό Του πάθος και την λαμπροφόρο ανάστασή Του, μπορούμε να μην πεθάνουμε τον αιώνιο πνευματικό θάνατο της αμαρτίας, αλλά από τώρα να περάσουμε στην αιώνια ζωή, εφόσον πιστεύουμε στο Νικητή του θανάτου και του αναθέτουμε την επί γης βιωτή μας.
Όμως υπάρχουν δυστυχώς πολλοί συνάνθρωποί μας σήμερα, οι οποίοι εξακολουθούν να μένουν ξένοι και αμέτοχοι του φωτός και της χαράς της Αναστάσεως. Και όχι απλώς προσπαθούν απεγνωσμένα να απαξιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως, αλλά να πείσουν και τους άλλους, ότι οδεύουν προς το θάνατο, την ανυπαρξία και την εκμηδένιση, «χαίροντες» γι’ αυτή τους την ολέθρια πορεία, την οποία «βαπτίζουν» ως «πρόοδο», ως «επιστήμη», ως «αξιοπρέπεια»!
Μια τέτοια περίπτωση διαπιστώσαμε σε πρόσφατο δημοσίευμα ανήμερα την Μεγάλη Παρασκευή, 24 Απριλίου ε.ε., στην εφημερίδα των Αθηνών «Φιλελεύθερος», με τον περίεργο τίτλο: «Αναστάσιμος θάνατος» και με αρθρογράφο τον κ. Ανδρέα Ζαμπούκα. Σύντομο το άρθρο του, αλλά μεστό απαισιοδοξίας και απιστίας, εμπνεόμενο από το άθεο φιλοσοφικό ρεύμα του γαλλικού Υπαρξισμού, ένας «ύμνος» στο θάνατο, όπως τον αισθάνεται και τον ζεί ο άθεος υπαρξιστής Γάλλος φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ. Γράφει: «Υπάρχει μόνο ένα πραγματικό σοβαρό φιλοσοφικό θέμα, κι αυτό είναι η αυτοκτονία. Να απαντήσεις στο ερώτημα αν αξίζει να ζεις». Την ώρα που ο Χριστός μας είχε απλωμένα τα πανάχραντα χέρια του, καρφωμένα στο ξύλο του σταυρού, για να μας απολυτρώσει από την δουλεία του διαβόλου, της αμαρτίας, και του θανάτου και η χριστιανική ανθρωπότητα βίωνε το Θείο Δράμα στο φρικτό Γολγοθά, ο αρθρογράφος εμπνεύστηκε να γράψει για την αυτοκτονία, η οποία σκοτώνει τη ζωή και οδηγεί στον αιώνιο θάνατο! Μνημονεύει το παρά πάνω απαισιόδοξο απόσπασμα ενός τραγικού αθέου φιλοσόφου, του Καμύ, επειδή πιστεύει και αυτός μαζί με τον Καμύ ότι η αυτοκτονία είναι το μόνο «πραγματικό σοβαρό φιλοσοφικό θέμα». Παρά κάτω προσθέτει τη γνώμη ενός ακόμη στοχαστή, του κ.Δημήτρη Χριστοδούλου: «Τραβώντας για το θάνατο, πέρασα το ποτάμι, πέρασα από τη νύχτα μου κι απ’ τον πικρό καιρό», οποίος συμφωνεί και αυτός απόλυτα με τον Καμύ και τον αρθρογράφο. Η σοβαρότητα του φιλοσοφικού αυτού θέματος, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται στη δυσκολία να απαντήσει κανείς στο μεγάλο αυτό ερώτημα «αν αξίζει να ζεις» και επομένως αν η αυτοκτονία είναι προτιμότερη από τη ζωή. Είναι φανερό ότι ο αρθρογράφος ζεί μέσα σ’ ένα τρομακτικό πνευματικό σκοτάδι απελπισίας και απογνώσεως, μέχρι σημείου να θεωρεί την αυτοκτονία, μια ενδεχόμενη λύση, μια διέξοδο στα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Έτσι ζεί και έτσι αισθάνεται ο κάθε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται να πιστεύσει στον αναστημένο Χριστό και να δεχθεί μέσα του το φως και την χαρά της Αναστάσεως. Βιώνει από τώρα μια πραγματική κόλαση, προγεύεται από τώρα το αιώνιο σκοτάδι και την αιώνια λύπη των κολασμένων.
Ένα βασικό θέμα, που φαίνεται να τον απασχολεί, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα περάσει από την πρόσκαιρη ζωή στον αιώνιο θάνατο, αν δηλαδή θα περάσει με «εξευτελισμό ή αξιοπρέπεια». Γράφει: «Η ζωή και θάνατος είναι περάσματα που τα ζεις με εξευτελισμό ή αξιοπρέπεια. Αν ζεις όρθιος, πεθαίνεις όρθιος. Ή σε πνίγει το ‘ποτάμι’ ή το περνάς. Διαλέγεις και παίρνεις»! Αδυνατεί να πιστεύσει και να δεχθεί, ότι η παρούσα ζωή γίνεται για μας τους πιστούς όντως ένα πέρασμα. Ένα πέρασμα από τον πνευματικό θάνατο στην καινή εν Χριστώ ζωή. Ένα Πάσχα, μια διάβαση από το θάνατο στη ζωή και από τη γη στον ουρανό, σύμφωνα με τον λόγο του υμνογράφου: «εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν». Ο δε βιολογικός θάνατος είναι και αυτός ένα πέρασμα, ένα πέρασμα όμως από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, ένα πέρασμα το οποίο αδυνατεί να καταργήσει την καινή εν Χριστώ ζωή και την ένωσή μας με τον Χριστό, αφού η ψυχή μετά τον χωρισμό της από το σώμα εξακολουθεί να μένει ενωμένη με τον Χριστό, το δε σώμα, θα αναστηθεί και αυτό άφθαρτο και αθάνατο κατά την ανάσταση των νεκρών, «εν τη εσχάτη ημέρα», (Ιω. 6,39). Όμως, τι είδους πέρασμα μπορεί να είναι ο θάνατος για τους απίστους και υπαρξιστές; Που «περνούν» μετά από αυτόν, αφού, κατά τους ισχυρισμούς των, μετά θάνατον δεν υπάρχει τίποτε, παρά μόνο το μηδέν, η ανυπαρξία; Ούτε καν μπορούν να υποψιαστούν, ότι δεν περνούν στην ανυπαρξία, αλλά στον αιώνιο πνευματικό θάνατο και στον αιώνιο χωρισμό από την πηγή της ζωής, τον Χριστό, στον οποίο δεν θέλησαν να πιστεύσουν ως τον μοναδικό λυτρωτή, όταν ζούσαν στην παρούσα ζωή.
Στη συνέχεια προσπαθεί να μας παρουσιάσει, ποιος είναι ο πιο «αξιοπρεπής» θάνατος. Γράφει: «Ο πολίτης της δημοκρατίας δεν πεθαίνει όπως ο υπήκοος κάθε ολοκληρωτισμού. Ο ελύθερος δεν σκοτώνεται σαν τον δούλο. Άλλος ο νεκρός που ζει την κοινωνία σαν συλλογικότητα δικαιωμάτων και άλλος ο έρπων ‘κοχλίας’ που επενδύει, γελασμένος στην αιωνιότητα»! Δηλαδή είναι διαφορετικός ο θάνατος ενός αθεϊστή «κοινωνικού εργάτη», π.χ. μαρξιστή, ή θιασώτη της «ελεύθερης αγοράς», ο οποίος συμμετέχει, (δεν έχει σημασία το πώς), στη συλλογικότητα των δικαιωμάτων και διαφορετικός αυτού που πιστεύει στην αιωνιότητα, προφανώς ο πιστός Χριστιανός, τον οποίο αποκαλεί «έρποντα κοχλία»! Πιστεύει στ’ αλήθεια πως ο «αξιοπρεπής» θάνατος, έχει καμιά πρακτική σημασία σ’ αυτόν που πεθαίνει, αφού ο ίδιος δεν πιστεύει στην μετά θάνατον ζωή; Τότε λοιπόν γιατί κάνει αυτή την «αξιολόγηση» του θανάτου; Για μας τους πιστούς υπάρχει όντως αξιολόγηση, όχι όμως μεταξύ των μορφών του θανάτου, αλλά μεταξύ της ζωής και του θανάτου, διότι για μας δεν υπάρχει πια θάνατος, τον νίκησε και τον κατάργησε ο Νικητής του θανάτου!
Στη συνέχεια κατανοώντας ότι δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο με τις δικές του δυνάμεις και επειδή δεν θέλει να πιστεύσει στον Νικητή του θανάτου, καταλήγει στο ανόητο συμπέρασμα: «Ο θάνατος δεν είναι ανάγκη να νικηθεί, αλλά να κατανοηθεί»! Μ’ άλλα λόγια προτιμά τον αιώνιο θάνατο από την εν Χριστώ ζωή και αρκείται μόνο στην «κατανόηση του θανάτου». Ωστόσο ποια πρακτική σημασία μπορεί να έχει για ένα μελλοθάνατο, χωρίς καμιά ελπίδα ζωής αιωνίου, η «κατανόηση» του θανάτου του;
Πέρα από την «κατανόηση», βρίσκει και άλλη «λύση» στο πρόβλημα του θανάτου: Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου «να εξαγοράζει την τραγικότητά του με τη δημιουργία. Το μόνο ελιξίριο ζωής μπροστά στο φόβο της απουσίας. Είτε λοιπόν ζει, είτε πεθαίνει, έχει χρέος να παραμένει νέος με αξιοπρέπεια. Όρθιος με την ευθύνη πάντα μπροστά του»! Φυσικά η «λύση» που προτείνει δεν είναι ούτε κατά διάνοιαν η λύση του προβλήματος του θανάτου, αλλά μια χίμαιρα, μια απελπισμένη απώθηση, σε ψυχολογικό επίπεδο. Καλλιέργεια μιας απατηλής ψευδαίσθησης μπροστά στο φοβερό γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος δεν νικιέται με ευχολόγια και δημιουργίες, ούτε με το πώς «αισθάνεται» ο καθένας, αλλά με το δυναμικό γεγονός της ζωής, την οποία προσφέρει μόνον Ένας, η ένσαρκη Ζωή, Αυτός που διακήρυξε πως «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν.11,26), ο Ιησούς Χριστός! Ο άπιστος, όσες δημιουργίες και αν κάνει, ο πανδαμάτωρ χρόνος θα τις σβήσει σύντομα και όταν τον βρει ο θάνατος, δεν θα καταλαβαίνει τίποτε!
Και καταλήγει: Ο άνθρωπος «έχει το αναφαίρετο δικαίωμα και στη ζωή και στο θάνατο, σπρώχνοντας μακριά από τη ζωή του τα «τελώνια» της χυδαιότητας (παπάδες, κομπογιαννίτες, παρηγορίστριες και εμπόρους). Η ζωή μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Ο θάνατος είναι η σπουδαιότερη αξία που έδωσε η φύση στον άνθρωπο για να ζήσει ελεύθερα και να αναστηθεί. Φτάνει να νοιώσει το χρέος του και να βάλει μέσα στον κόσμο και την παιδεία του…»! Πράγματι ο άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο. Μπορεί να ανέβει σε ένα θεαματικά υψηλό βράχο, είτε για να θαυμάσει τη δημιουργία του Θεού και να νοιώσει το μεγαλείο της ζωής, είτε για να αφεθεί στο κενό και να γίνει συντρίμμια σε ελάχιστα δευτερόλεπτα! Είναι στο χέρι του να διαλέξει μεταξύ της ζωής και του θανάτου, φτάνει να έχει σώας τας φρένας. Θεωρεί τους παπάδες, (συλλήβδην), ως «τελώνια», κάτι σαν δαίμονες, συγκαταλέγοντάς τους με τους κομπογιαννίτες και τις παρηγορίτρες. Δεν χρειάζεται να του πούμε ότι τέτοιου είδους αφελείς, αναπόδεικτοι και παιδαριώδεις δογματισμοί υποβιβάζουν και καταρρακώνουν ακόμη περισσότερο το φιλοσοφικό κύρος των απόψεών του στους αναγνώστες του. Ως προς τον ισχυρισμό του, ότι «δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ», θα περιμέναμε να μας το αποδείξει. Να μας αποδείξει ότι προορισμός μας είναι να γίνουμε τροφή στα σκουλήκια. Όσο για τον συλλογισμό του ότι ο «θάνατος είναι η σπουδαιότερη αξία του ανθρώπου» τον αφήνουμε στην κρίση των αναγνωστών μας. Τον αφήνουμε στην κάθε χαροκαμένη μάνα, η οποία οδύρεται, (ανθρωπίνως δικαιολογημένα), επάνω στο νεκροκρέβατο του παιδιού της να αποφανθεί κατά πόσον «ο θάνατος είναι η σπουδαιότερη αξία που έδωσε η φύση στον άνθρωπο». Ευχόμαστε να μην συμβεί να «φιλοσοφήσει» ο ίδιος τον θάνατο, ως την «σπουδαιότερη αξία που έδωσε η φύση στον άνθρωπο», στο νεκροκρέβατο κάποιου προσφιλή του προσώπου!
Κλείνοντας, εκφράζουμε τον πόνο και την οδύνη μας καθώς βλέπουμε και διαπιστώνουμε το φοβερό δράμα που βιώνουν σήμερα πολλοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι πεισματικά επιμένουν να αρνούνται την ανάσταση του Χριστού. Να αρνούνται τη δυνατότητα να βιώσουν από τώρα την αιώνια ζωή και να προτιμούν αντί της ζωής τον αιώνιο θάνατο, τον οποίο μάλιστα και εξυμνούν. Είναι κρίμα δημοσιογράφοι σαν τον κ. Ζαμπούκα να προσβάλλουν την πίστη εκατομμυρίων Χριστιανών, μιμούμενοι τον αρχαίο εκείνον φιλόσοφο, τον Ηγησία, τον αποκαλούμενο «Πεισιθάνατο» ο οποίος είχε αναγάγει την αυτοκτονία και το βίαιο θάνατο σε αξία, παροτρύνοντας τους ανθρώπους να αυτοκτονούν!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Τα σχόλια είναι κλειστά.