Ψυχοσάββατο Και Μοιρολόι

244

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Τι δουλειά κάνεις; Επαγγελματίας Καντηλανάφης Νεκροταφείων! Είναι το «νέο επάγγελμα» που ξαφνικά ξεφύτρωσε εδώ στη Μελβούρνη!

 

Καθόλου απίθανο, να μην έχουμε την πρωτιά και την αποκλειστικότητα, αλλά ομολογώ δεν έχω ακούσει τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή παρόμοιο επάγγελμα σε άλλο μέρος του κόσμου ή άλλη Πολιτεία της Αυστραλίας εκτός από τη Βικτόρια! Ανεργία και διάθεση για δουλειά όμως, τέχνας κατεργάζονται! Και τι τέχνας! Πρωτάκουστες, πρακτικές και εξυπηρετικές, όπου ταυτόχρονα, απαλλάσσουν από ενοχές και τύψεις! Λοιπόν, ακούστε τα μαντάτα! Κάτοικος της Μελβούρνης, Έλληνας βέβαια, τι άλλο, αλλά και Χριστιανός ορθόδοξος, σκάρωσε εταιρία, όπου με το αζημίωτο, φυσικά, αναλαμβάνει να ανάβει το καντήλι σε τάφους, το οποίο παραμένει αναμμένο όλο το 24ωρο με λαδάκι ή παραφινέλαιο, όχι με μπαταρίες και τέτοια, πώς να συγχωρεθεί η ψυχή με τεχνητό καντήλι, να περιποιείται το μνήμα του προσφιλούς και γενικά να πλένει τα μάρμαρα, να βάζει λουλούδια και ό,τι άλλο επιθυμεί ο πελάτης!!!

 

 

 

 

Έχει προσλάβει πάρα πολλούς άνεργους, σε όλες τις περιοχές της Μελβούρνης παρακαλώ, ώστε να καλύπτει όλους τους τεθλιμμένους συγγενείς, όπου με ποσοστά, επισκέπτονται τα Νεκροταφεία της περιοχής τους με τον Κατάλογο στο χέρι, όπου αναφέρει το Τμήμα Ορθόδοξων Χριστιανών, όνομα και αριθμό τάφου του εκλιπόντος και ανάβουν καντήλια! Έχω μίαν εύλογη απορία όμως. Πολλοί από διάφορα μέρη της Ελλάδας και όχι μόνο, έχουν έθιμο τις επίσημες μέρες, π.χ., Πάσχα, Χριστούγεννα κ.λπ., να μαζεύονται συγγενείς και φίλοι γύρω στον τάφο του ανθρώπου τους, κουβαλώντας μπόλικα καλάθια με κάθε λογής φαγητά καθώς και ποτά, μπύρες, κρασί κ.ά. και να το ρίχνουν στο φαγοπότι.

 

Επίσης, συνηθίζουν, σε τακτικά διαστήματα, να πηγαίνουν καμιά μπύρα με μεζεδάκι στο νεκρό, κόκκινα αυγά και κουλουράκια τη Λαμπρή, κάνα μπουκάλι με το αγαπημένο τους ποτό και να τα αφήνουν στον τάφο. Αυτοί πώς θα εξυπηρετηθούν; Να υποθέσω ότι ο Καντηλανάφτης θα προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό «συγγενείς», για να τρώνε και να πίνουν στην υγειά του μακαρίτη; Μπα, άδικα ανησυχώ.

 

 

 

Ο σύγχρονος πολυμήχανος Οδυσσέας κάτι θα σκαρφιστεί και για αυτό! Ουφ, μια σκοτούρα λιγότερη για τους τεθλιμμένους συγγενείς, όπου έχουν τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τους και δεν έχουν χρόνο να πάνε να κλάψουνε τον νεκρό και να του ανάβουνε καντήλια, ταυτόχρονα όμως, δεν δίνουν δικαίωμα να τους σχολιάζουν αρνητικά και να τους κουτσομπολεύουν στην παροικία, οι συγγενείς των γειτονικών τάφων, ότι ο φουκαράς Πατέρας/σύζυγος/Μάνα, δούλεψαν σκυλίσια μια ζωή να τους μεγαλώσουν, σπουδάσουν, παντρέψουν ή ο σύζυγος να μη λείψει τίποτα στην κυρά του να την πηγαίνει σε γλέντια και πανηγύρια σε χορούς, εκδρομές, ταξίδια στην πατρίδα και αυτοί να μην έχουν φιλότιμο ούτε ένα καντήλι να του ανάβουν!

 

 

Τώρα, όμως, το πρόβλημα λύθηκε! Ο πληρωμένος, αδρά, υποθέτω, καντηλανάφτης, εκτελώντας τα επαγγελματικά του καθήκοντα στην πέννα, θα φροντίζει για το ακοίμητο καντήλι!

Δεν ξέρω τι επικρατεί στην πατρίδα τώρα, στο Κοιμητήριο του Μπανάτου, πάντως, παρατήρησα στα τελευταία μου ταξίδια πως τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, τρέχουν όλες κι όλοι να καθαρίσουν και να πλύνουν τους τάφους και να κρατούν το καντήλι αναμμένο ανήμερα της Παναγίας. Αναρωτιέσαι καμιά φορά… Για ποιον αλήθεια το καντήλι κι ο περιποιημένος τάφος…

 

Καθόλου απίθανο, το καινούριο αυτό επάγγελμα να εξαπλωθεί και εκεί με τον καιρό και να λείψει δια παντός το στοργικό χέρι του δικού σου ανθρώπου που, έστω και μια-δυο φορές το χρόνο θα ανάψει το καντήλι και θα καθίσει εκεί για λίγο να… πείτε δυο κουβέντες και να σου θυμίσει πως δεν ξεχάστηκες! Εδώ που ζω, συνήθως, τον πρώτο χρόνο, άντε και τον δεύτερο οι δικοί, επισκέπτονται τακτικά τον τάφο του ανθρώπου τους. Μετέπειτα και για λίγα χρόνια ακόμα, Χριστούγεννα και Πάσχα, μπορεί και την Ημέρα της Μητέρας ή του Πατέρα και μετά…ξεχνιέται το θέμα…

 

 

 

 

 

Η ζωή συνεχίζεται! Το ποίημά μου «Δεκέμβρης Δίχως Χιόνια», τελειώνει έτσι: Ακόμα δεν το δέχτηκες ψυχή πως θα ΄σαι εδώ, χωρίς καντήλι και κερί. Βέβαια, γράφτηκε δεκαετίες πριν, τώρα, όλα άλλαξαν… Μολονότι σφοδρή, τότε, επιθυμία να κοιμηθώ τον ύπνο τον μεγάλο, κοντά στον Πατέρα και τη Μάνα που τους στερήθηκα και με στερήθηκαν σε αυτή τη ζωή (επιθυμία που δεν έσβησε αλλά οι συνθήκες την καθιστούν ανέφικτη πλέον), ο «Οίκος» έχει ήδη επιλεγεί από μένα εδώ που ζω.

 

Οι εντολές στα παιδιά μου ρητές, δεν θέλω ταφόπλακες να με βαραίνουν και να πνίγομαι εκεί μέσα, αλλά χώμα ανάλαφρο ούτε και φανφάρες στην κηδεία ή μετά.

Έναν απλό σταυρό με τα απαραίτητα στοιχεία και το πολύ έναν μικρό ξύλινο φράχτη να οριοθετεί τον οίκο και για τα υπόλοιπα θα φροντίζει η σοφή Φύση, ανάλογα με την εποχή. Παλιά όμως, (μιλάω για τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια στην Μπόχαλη, αλλά και στο Μπανάτο που πήγαινα τακτικά), το καντηλάκι του νεκρού, άναβε πολύ συχνά. Ιδιαίτερα τις μεγάλες γιορτές και τα Ψυχοσάββατα. Τα Ψυχοσάββατα, επισκέπτονταν σχεδόν όλοι τους ανθρώπους τους, όπου άναβαν κερί και καντήλι. Τα φιόρα στον τάφο άγνωστο… φρούτο τότε, εκτός κι αν έκοβαν λίγα από την αυλή ή αγριολούλουδα. Mόνο στην κηδεία, σταυροί και στεφάνια, άσε που η Φύση έκανε τη δουλειά της κι όλο κάτι φύτρωνε. Ο παπάς με τον νόντσολο βρίσκονταν εκεί από νωρίς μέχρι που έπεφτε ο ήλιος, διαβάζοντας Τρισάγιο και τις απαραίτητες ευχές, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των τεθνεώτων.

 

 

 

 

Όπου οι συγγενείς και οι δικοί, ανάλογα με τη σχέση και το δεσμό που είχαν με τον τεθνεώτα και το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει αφότου συγχωρέθηκε, εξέφραζαν τη θλίψη τους καθένας με τον δικό του τρόπο. Γιατί, άλλο ο δικός σου να έφυγε πέρυσι, ας πούμε, κι άλλο χρόνια πριν! Συνήθως, το Νεκροταφείο κατακλυζόταν από γυναίκες, σπάνια έβλεπες άνδρες, εκτός από πολύ πρόσφατες απώλειες, που τους πονούσε ακόμη.

 

Η κυρά Γεωργία είχε χάσει τον άνδρα της πριν πάρα πολλά χρόνια κι έμεινε μόνη να βολοδέρνει και να αγωνίζεται να μεγαλώσει ένα τσούρμο παιδιά που της άφησε. Θα πρέπει, να ήταν πάνω από 60 χρονών τότε, ηλικία για κείνα τα χρόνια και μάλιστα για χήρα, πολύ προχωρημένη! Μαυροφορεμένη, γιατί τότε άπαξ και χήρευε μια γυναίκα, ανεξαρτήτως ηλικίας, το τσεμπέρι και τα μαύρα, τα έπαιρνε προίκα της μέχρι να πάει να βρει το μακαρίτη.

 

 

 

 

Ήταν από τους πρώτους που κατέφθανε στο Νεκροταφείο, πολλές φορές και πριν από τον παπά, με τα σπερνά στο πιάτο, άντε πάλι… παρένθεση, μα δε γίνεται αλλιώς. Τότε, τα σπερνά δεν τα παράγγελναν σε ζαχαροπλαστείο, σε δίσκους ακριβούς και ολόιδιους με ελάχιστες εξαιρέσεις στο στολισμό, ανάλογα με την τσέπη του πελάτη και το ποσόν που ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει, η κάθε νοικοκυρά έβραζε το στάρι αποβραδίς, έβαζε σταφίδες και σπυριά ρόιδου επάνω για διακόσμηση, άντε και λίγη ζάχαρη, γιατί ήταν πανάκριβη πιθανόν και λίγα μικρά ζαχαρωτά, με τα οποία έκανε το σχήμα του σταυρού στο πιάτο και, ελλείψει αυτών, τον έκανε με ασπρισμένα αμύγδαλα από την αμυγδαλιά τη δική της ή αυτήν της γειτόνισσας. Κουβαλούσε και λίγα κεράκια, σπίρτα, μία μπότσα λάδι και φιτίλια από βαμβάκι για το καντήλι και περίμενε. Όμως, κάτι που είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που πέθανε ο μακαρίτης, κάτι που δύσκολο να ξεχωρίσει πια τον τάφο του, όλοι ίδιοι έμοιασαν παλιοί, χορταριασμένοι και μισοβουλιαγμένοι, βάλε πως και να μην είχε ξεθωριάσει το όνομα στον σιδερένιο σταυρό, ήταν αναλφάβητη, δυσκολευόταν πάντα να τον βρει.

 

 

Έτσι, προσπαθώντας να θυμηθεί πού ήταν, κοίταζε γύρω και τελικά βέβαιη πως τον βρήκε πήγαινε και γονάτιζε σε έναν και πιστεύοντας πως αυτός είναι άρχιζε να κλαίει και να μοιρολογάει το μακαρίτη της!

Ο Νόντσολος που την είχε πάρει χαμπάρι, μαντσιαδόρος από τους λίγους, την πλησίαζε και… Μωρή Γεωργία δεν είναι αυτός ο τάφος του συχωρεμένου, εκείνος εκεί είναι και της έδειχνε έναν. Την άφηνε να τον κλάψει για λίγο, όπου δώστου κλάμα και μοιρολόγια η Γεωργία και… α, μωρή Γεωργία λάθος έκαμα, εκείνος πάρα πέρα είναι. Με αυτόν τον τρόπο η δόλια η Γεωργία έκλαιγε και μοιρολόγαε κάθε Ψυχοσάββατο, τουλάχιστον τους μισούς τάφους στον Αρίγκο!

 

Φυσικά, μέχρι το επόμενο Ψυχοσάββατο, είχε ξεχάσει το γεγονός κι άντε φτου κι απ΄ την αρχή να κλαίει τους μισούς Μποχαλιώτες και να τους ανάβει το καντήλι μέχρι να τελειώσουν τα φιτίλια και το λάδι που κουβαλούσε. Γνωστό σε όλους τους Μποχαλιώτες που φημίζονταν για τις μάντσιες και τις παστόκες τους, όχι μόνο δεν ένιωθαν τύψεις για αυτό, αλλά απεναντίας πολλές φορές ούτε που γνοιάζονταν να πάνε οι ίδιοι στο Νεκροταφείο, αφού ήξεραν έτσι κι αλλιώς πως τον άνθρωπό τους καθόλου απίθανο θα τον μοιρολοήσει η Γεωργία!

 

 

 

 

Δεν ξέρω αν στα καθήκοντα του καινούριου επαγγέλματος – καντηλανάφτη, της Μελβούρνης, συμπεριλαμβάνεται και το μοιρολόι του νεκρού, πάντως η κυρά Γεωργία πρωτοπόρος, μάλλον άνοιξε την πόρτα, όπου άθελα της και εν αγνοία της έδωσε τόσα χρόνια αργότερα την ιδέα στον πολυμήχανο Έλληνα! Αυτά θυμήθηκα διαβάζοντας προ ημερών κι ακούγοντας τη σχετική διαφήμιση στην εφημερίδα για το καινούριο επάγγελμα! Δεδομένου ότι όλο και πληθαίνουν οι τάφοι, μάλλον θα κάνουν χρυσές δουλειές μέχρι να φύγουμε όλοι της πρώτης γενιάς.

 

 

Για τις επόμενες γενιές, δεν εγγυώμαι ότι θα γνοιάζονται για κεριά και για καντήλια στον νεκρό και προ παντός για τα σχόλια των διπλανών, αφού όλοι το ίδιο θα είναι πια… Θα λείψουν αυτά τα τερτίπια καθώς και τα μεγαλοπρεπή μνημεία με τα αγάλματα στολισμένα με πλαστικά πολύχρωμα, ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία λουλούδια…

Με την αγάπη μου σε όλους, δ.μ.

nyxthimeron.com

Τα σχόλια είναι κλειστά, αλλά Trackbacks και Pingbacks είναι ανοιχτά.